↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταρογόνος η κυτταρογόνος
κυτταρογόνα
το κυτταρογόνο
      γενική του κυτταρογόνου της κυτταρογόνου
κυτταρογόνας
του κυτταρογόνου
    αιτιατική τον κυτταρογόνο την κυτταρογόνο
κυτταρογόνα
το κυτταρογόνο
     κλητική κυτταρογόνε κυτταρογόνε
κυτταρογόνα
κυτταρογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταρογόνοι οι κυτταρογόνοι
κυτταρογόνες
τα κυτταρογόνα
      γενική των κυτταρογόνων των κυτταρογόνων των κυτταρογόνων
    αιτιατική τους κυτταρογόνους τις κυτταρογόνους
κυτταρογόνες
τα κυτταρογόνα
     κλητική κυτταρογόνοι κυτταρογόνοι
κυτταρογόνες
κυτταρογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυτταρογόνος < κυτταρ(ο) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

κυτταρογόνος, -ος/-α, -ο

  • που παράγει κύτταρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία