κυτταρογενετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυτταρογενετικός < κυτταρογένεση + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
κυτταρογενετικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με την κυτταρογένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κυτταρογένεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταρογενετικός