κυσός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κυσός | οἱ | κυσοί |
γενική | τοῦ | κυσοῦ | τῶν | κυσῶν |
δοτική | τῷ | κυσῷ | τοῖς | κυσοῖς |
αιτιατική | τὸν | κυσόν | τοὺς | κυσούς |
κλητική ὦ! | κυσέ | κυσοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυσώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυσοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυσός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) αιδοίο
- (ελληνιστική κοινή) πισινός, οπίσθια
- → δείτε και τη λέξη πυγή
- (ελληνιστική κοινή) κύστη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κυσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.