↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυσός οἱ κυσοί
      γενική τοῦ κυσοῦ τῶν κυσῶν
      δοτική τῷ κυσ τοῖς κυσοῖς
    αιτιατική τὸν κυσόν τοὺς κυσούς
     κλητική ! κυσέ κυσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυσώ
γεν-δοτ τοῖν  κυσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυσός < κύσθος[1] (< κύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυσός αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) αιδοίο
  2. (ελληνιστική κοινή) πισινός, οπίσθια
    → δείτε και τη λέξη πυγή
  3. (ελληνιστική κοινή) κύστη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

[1]

[1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262.  Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.