κύσθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κύσθος | οἱ | κύσθοι |
γενική | τοῦ | κύσθου | τῶν | κύσθων |
δοτική | τῷ | κύσθῳ | τοῖς | κύσθοις |
αιτιατική | τὸν | κύσθον | τοὺς | κύσθους |
κλητική ὦ! | κύσθε | κύσθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύσθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κύσθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύσθος < σύμφωνα με τον Bailly, 2000[1] από το κύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύσθος, -ου αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) στην αρχαία κωμωδία, με τη λέξη αυτή αποδίδεται το γυναικείο αιδοίο [2]
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 782 (781-783)
- [ΜΕΓΑΡΕΥΣ] αὕτα ᾽στὶ χοῖρος; | [ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ] νῦν γε χοῖρος φαίνεται. | ἀτὰρ ἐκτραφείς γε κύσθος ἔσται. (Αριστοφάνης , Αχαρνής, σελ. 784 [4])
- [ΜΕΓΑΡΕΥΣ] (δηλαδή) αυτή είναι χοίρος (υπονοείται: μουνάκι); | [ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ] τώρα για χοίρος φαίνεται. | Όταν δε εκτραφεί θα γίνει κύσθος (υπονοείται: μουνάρα).
- ΣτΕ: ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά, με βάση και τα σχόλια [2], στα οποία αναφέρεται «νυν σαφώς σημαίνει ότι χοίρος το γυναικείον αιδοίον λέγεται (έτι δε και κύσθος)», καθώς και ότι ο διάλογος αναφέρεται σε ΚΟΡΗ, την οποία ο ΜΕΓΑΡΕΥΣ παρουσιάζει δήθεν ως χοίρο στον ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗ, με τον οποίον ανταλλάσσουν πειρακτικά λογοπαίγνια.
- [ΜΕΓΑΡΕΥΣ] αὕτα ᾽στὶ χοῖρος; | [ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ] νῦν γε χοῖρος φαίνεται. | ἀτὰρ ἐκτραφείς γε κύσθος ἔσται. (Αριστοφάνης , Αχαρνής, σελ. 784 [4])
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 430 (428-430)
- καὶ Καλλίαν γέ φασι | τοῦτον τὸν Ἱπποκίνου | κύσθου λεοντῆν ναυμαχεῖν ἐνημμένον.
- Λεοντή φορώντας ναυμαχεί | με το γυναίκειο χάβαρο, | ως λένε, ο γιος του Ιππόνικου, ο Καλλίας.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καὶ Καλλίαν γέ φασι | τοῦτον τὸν Ἱπποκίνου | κύσθου λεοντῆν ναυμαχεῖν ἐνημμένον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1158 (1157-1158)
- [ΛΑ.] οὔπα γυναῖκ᾽ ὄπωπα χαϊωτέραν. | [ΠΡΥ.] ἐγὼ δὲ κύσθον γ᾽ οὐδέπω καλλίονα.
- [ΛΑΚ. (Δείχνει τη Λυσιστράτη)] Τέτοια σπουδαία γυναίκα δε ματάειδα! | [ΠΡΥ. (Δείχνοντας τη Διαλλαγή)] Ούτ᾽ εγώ τέτοια αφράτα μπροστινά!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- [ΛΑ.] οὔπα γυναῖκ᾽ ὄπωπα χαϊωτέραν. | [ΠΡΥ.] ἐγὼ δὲ κύσθον γ᾽ οὐδέπω καλλίονα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 782 (781-783)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα τσακωνικά: κύστε
- έκφραση στα τσακωνικά: τα μάτη ντι ο κύστε!
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κύσθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 Σχόλια στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη [1]
- ↑ Gazēs, Anthimos (1839). [[2] Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον]. Ekdoseis "Kypeiros". ISBN 978-960-86714-1-6. [3].
Πηγές
επεξεργασία- κύσθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.