κυριακοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυριακοδρόμιο | τα | κυριακοδρόμια |
γενική | του | κυριακοδρόμιου & κυριακοδρομίου |
των | κυριακοδρόμιων & κυριακοδρομίων |
αιτιατική | το | κυριακοδρόμιο | τα | κυριακοδρόμια |
κλητική | κυριακοδρόμιο | κυριακοδρόμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυριακοδρόμιο < μεσαιωνική ελληνική κυριακοδρόμιον / κυριακοδρόμιν < Κυριακή + αρχαία ελληνική δρόμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ri̯a.koˈðro.mi.o/ & /ci.rʝa.koˈðro.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐α‐κο‐δρό‐μι‐ο ή κυ‐ρια‐κο‐δρό‐μι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυριακοδρόμιο ουδέτερο
- (χριστιανισμός) βιβλίο με ομιλίες για ευαγγελικές ή αποστολικές περικοπές
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυριακοδρόμιο
|