↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυπέλλωση οι κυπελλώσεις
      γενική της κυπέλλωσης* των κυπελλώσεων
    αιτιατική την κυπέλλωση τις κυπελλώσεις
     κλητική κυπέλλωση κυπελλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυπελλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυπέλλωση < κύπελλο + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυπέλλωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • κυπέλλωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία