↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυφοδαγκανιάρης η κρυφοδαγκανιάρα το κρυφοδαγκανιάρικο
      γενική του κρυφοδαγκανιάρη της κρυφοδαγκανιάρας του κρυφοδαγκανιάρικου
    αιτιατική τον κρυφοδαγκανιάρη την κρυφοδαγκανιάρα το κρυφοδαγκανιάρικο
     κλητική κρυφοδαγκανιάρη κρυφοδαγκανιάρα κρυφοδαγκανιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυφοδαγκανιάρηδες οι κρυφοδαγκανιάρες τα κρυφοδαγκανιάρικα
      γενική των κρυφοδαγκανιάρηδων των κρυφοδαγκανιάρικων
    αιτιατική τους κρυφοδαγκανιάρηδες τις κρυφοδαγκανιάρες τα κρυφοδαγκανιάρικα
     κλητική κρυφοδαγκανιάρηδες κρυφοδαγκανιάρες κρυφοδαγκανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυφοδαγκανιάρης < κρυφ(ο)- + δαγκανιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρυφοδαγκανιάρης αρσενικό