κρυφοδαγκανιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρυφοδαγκανιάρης | η | κρυφοδαγκανιάρα | το | κρυφοδαγκανιάρικο |
γενική | του | κρυφοδαγκανιάρη | της | κρυφοδαγκανιάρας | του | κρυφοδαγκανιάρικου |
αιτιατική | τον | κρυφοδαγκανιάρη | την | κρυφοδαγκανιάρα | το | κρυφοδαγκανιάρικο |
κλητική | κρυφοδαγκανιάρη | κρυφοδαγκανιάρα | κρυφοδαγκανιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρυφοδαγκανιάρηδες | οι | κρυφοδαγκανιάρες | τα | κρυφοδαγκανιάρικα |
γενική | των | κρυφοδαγκανιάρηδων | — | των | κρυφοδαγκανιάρικων | |
αιτιατική | τους | κρυφοδαγκανιάρηδες | τις | κρυφοδαγκανιάρες | τα | κρυφοδαγκανιάρικα |
κλητική | κρυφοδαγκανιάρηδες | κρυφοδαγκανιάρες | κρυφοδαγκανιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρυφοδαγκανιάρης < κρυφ(ο)- + δαγκανιάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυφοδαγκανιάρης αρσενικό
- ο ύπουλος