Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυοστατικός η κρυοστατική το κρυοστατικό
      γενική του κρυοστατικού της κρυοστατικής του κρυοστατικού
    αιτιατική τον κρυοστατικό την κρυοστατική το κρυοστατικό
     κλητική κρυοστατικέ κρυοστατική κρυοστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυοστατικοί οι κρυοστατικές τα κρυοστατικά
      γενική των κρυοστατικών των κρυοστατικών των κρυοστατικών
    αιτιατική τους κρυοστατικούς τις κρυοστατικές τα κρυοστατικά
     κλητική κρυοστατικοί κρυοστατικές κρυοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryostatic < cryostat < αρχαία ελληνική κρύος + ἵστημι

  Επίθετο επεξεργασία

κρυοστατικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία