Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρισογόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
(
Χρειάζεται τεκμηρίωση…
)
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρισογόν
ος
η
κρισογόν
α
&
κρισογόν
ος
το
κρισογόν
ο
γενική
του
κρισογόν
ου
της
κρισογόν
ας
&
κρισογόν
ου
του
κρισογόν
ου
αιτιατική
τον
κρισογόν
ο
την
κρισογόν
α
&
κρισογόν
ο
το
κρισογόν
ο
κλητική
κρισογόν
ε
κρισογόν
α
&
κρισογόν
ε
κρισογόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρισογόν
οι
οι
κρισογόν
ες
&
κρισογόν
οι
τα
κρισογόν
α
γενική
των
κρισογόν
ων
των
κρισογόν
ων
των
κρισογόν
ων
αιτιατική
τους
κρισογόν
ους
τις
κρισογόν
ες
&
κρισογόν
ους
τα
κρισογόν
α
κλητική
κρισογόν
οι
κρισογόν
ες
&
κρισογόν
οι
κρισογόν
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
κερδοφόρος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρισογόνος
<
κρίσ(η)
+
-ο-
+
-γόνος
Επίθετο
επεξεργασία
κρισογόνος, -α / -ος, -ο
(
σπάνιο
) που προκαλεί
κρίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρισογόνος