(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρισογόνος η κρισογόνα
κρισογόνος
το κρισογόνο
      γενική του κρισογόνου της κρισογόνας
κρισογόνου
του κρισογόνου
    αιτιατική τον κρισογόνο την κρισογόνα
κρισογόνο
το κρισογόνο
     κλητική κρισογόνε κρισογόνα
κρισογόνε
κρισογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρισογόνοι οι κρισογόνες
κρισογόνοι
τα κρισογόνα
      γενική των κρισογόνων των κρισογόνων των κρισογόνων
    αιτιατική τους κρισογόνους τις κρισογόνες
κρισογόνους
τα κρισογόνα
     κλητική κρισογόνοι κρισογόνες
κρισογόνοι
κρισογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρισογόνος < κρίσ(η) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο επεξεργασία

κρισογόνος, -α / -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία