κριεκουκιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κριεκουκιώτικος < Κριεκουκιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾi.e.kuˈco.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐ε‐κου‐κιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακριεκουκιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με όνομα Κριεκούκι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κριεκουκιώτικος
|