Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρατερότητα οι κρατερότητες
      γενική της κρατερότητας των κρατεροτήτων
    αιτιατική την κρατερότητα τις κρατερότητες
     κλητική κρατερότητα κρατερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρατερότητα < κρατερ(ός) + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρατερότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία