κρασάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρασάτος | η | κρασάτη | το | κρασάτο |
γενική | του | κρασάτου | της | κρασάτης | του | κρασάτου |
αιτιατική | τον | κρασάτο | την | κρασάτη | το | κρασάτο |
κλητική | κρασάτε | κρασάτη | κρασάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρασάτοι | οι | κρασάτες | τα | κρασάτα |
γενική | των | κρασάτων | των | κρασάτων | των | κρασάτων |
αιτιατική | τους | κρασάτους | τις | κρασάτες | τα | κρασάτα |
κλητική | κρασάτοι | κρασάτες | κρασάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρασάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρασάτος < κρασ(ί) + -άτος[1]
Επίθετο
επεξεργασίακρασάτος
- αυτός που φέρεται ή παρασκευάζεται με κρασί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κρασάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας