↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρασάτος η κρασάτη το κρασάτο
      γενική του κρασάτου της κρασάτης του κρασάτου
    αιτιατική τον κρασάτο την κρασάτη το κρασάτο
     κλητική κρασάτε κρασάτη κρασάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρασάτοι οι κρασάτες τα κρασάτα
      γενική των κρασάτων των κρασάτων των κρασάτων
    αιτιατική τους κρασάτους τις κρασάτες τα κρασάτα
     κλητική κρασάτοι κρασάτες κρασάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρασάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρασάτος < κρασ(ί) + -άτος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κρασάτος

  • αυτός που φέρεται ή παρασκευάζεται με κρασί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία