κοχλιοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοχλιοειδής < ελληνιστική κοινή κοχιοειδής < αρχαία ελληνική κοχλίας < κόχλος
Επίθετο
επεξεργασία
κοχλιοειδής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοχλίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοχλιοειδής
|