Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουφικός η κουφική το κουφικό
      γενική του κουφικού της κουφικής του κουφικού
    αιτιατική τον κουφικό την κουφική το κουφικό
     κλητική κουφικέ κουφική κουφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουφικοί οι κουφικές τα κουφικά
      γενική των κουφικών των κουφικών των κουφικών
    αιτιατική τους κουφικούς τις κουφικές τα κουφικά
     κλητική κουφικοί κουφικές κουφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφικός < Κούφα

  Επίθετο επεξεργασία

κουφικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την πόλη Κούφα του Ιράκ
    (στην αραβική καλλιγραφία) κουφική γραφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία