κουφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κουφικός | η | κουφική | το | κουφικό |
γενική | του | κουφικού | της | κουφικής | του | κουφικού |
αιτιατική | τον | κουφικό | την | κουφική | το | κουφικό |
κλητική | κουφικέ | κουφική | κουφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κουφικοί | οι | κουφικές | τα | κουφικά |
γενική | των | κουφικών | των | κουφικών | των | κουφικών |
αιτιατική | τους | κουφικούς | τις | κουφικές | τα | κουφικά |
κλητική | κουφικοί | κουφικές | κουφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουφικός < Κούφα
Επίθετο επεξεργασία
κουφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πόλη Κούφα του Ιράκ
- (στην αραβική καλλιγραφία) κουφική γραφή