ενικός         πληθυντικός  
coufique coufiques

  Επίθετο

επεξεργασία

coufique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κουφικός
    écriture coufique - κουφική γραφή

Άλλες γραφές

επεξεργασία