κουμπαρούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουμπαρούλα | οι | κουμπαρούλες |
γενική | της | κουμπαρούλας | — | |
αιτιατική | την | κουμπαρούλα | τις | κουμπαρούλες |
κλητική | κουμπαρούλα | κουμπαρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |