κουμπαρούλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουμπαρούλης < κουμπάρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμπαρούλης αρσενικό (θηλυκό: κουμπαρούλα)
- (χαϊδευτικά) κουμπάρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουμπαρούλης
|