κουμανταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουμανταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουμαντάρω
Μετοχή
επεξεργασίακουμανταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουμαντάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουμανταρισμένος
|
κουμανταρισμένος, -η, -ο
|