↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουμανταρισμένος η κουμανταρισμένη το κουμανταρισμένο
      γενική του κουμανταρισμένου της κουμανταρισμένης του κουμανταρισμένου
    αιτιατική τον κουμανταρισμένο την κουμανταρισμένη το κουμανταρισμένο
     κλητική κουμανταρισμένε κουμανταρισμένη κουμανταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουμανταρισμένοι οι κουμανταρισμένες τα κουμανταρισμένα
      γενική των κουμανταρισμένων των κουμανταρισμένων των κουμανταρισμένων
    αιτιατική τους κουμανταρισμένους τις κουμανταρισμένες τα κουμανταρισμένα
     κλητική κουμανταρισμένοι κουμανταρισμένες κουμανταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουμανταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουμαντάρω

κουμανταρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία