κορόζο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορόζο | τα | κορόζα |
γενική | του | κορόζου | των | κορόζων |
αιτιατική | το | κορόζο | τα | κορόζα |
κλητική | κορόζο | κορόζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορόζο < γαλλική corozo < ισπανική corozo ή αμερικανική αγγλική corozo, ίσως < δημώδης λατινική carudium (κουκούτσι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈɾo.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρό‐ζο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορόζο ουδέτερο
- ανθεκτικό υλικό λευκού χρώματος, που προέρχεται από ένα είδος φοίνικα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή κουμπιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορόζο
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)