πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορόζο τα κορόζα
      γενική του κορόζου των κορόζων
    αιτιατική το κορόζο τα κορόζα
     κλητική κορόζο κορόζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουμπιά κορόζο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορόζο ουδέτερο

  • ανθεκτικό υλικό λευκού χρώματος, που προέρχεται από ένα είδος φοίνικα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή κουμπιών

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)