κορυβαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορυβαντικός < ελληνιστική κοινή κορυβαντικός < αρχαία ελληνική Κορύβας
Επίθετο
επεξεργασίακορυβαντικός
- που έχει σχέση με τον Κορύβαντα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (αρχαιοπρεπές) (μεταφορικά) ενθουσιώδης
Συγγενικά
επεξεργασία- κορυβαντικά
- → δείτε τη λέξη Κορύβας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορυβαντικός
|