↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορυβαντικός η κορυβαντική το κορυβαντικό
      γενική του κορυβαντικού της κορυβαντικής του κορυβαντικού
    αιτιατική τον κορυβαντικό την κορυβαντική το κορυβαντικό
     κλητική κορυβαντικέ κορυβαντική κορυβαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορυβαντικοί οι κορυβαντικές τα κορυβαντικά
      γενική των κορυβαντικών των κορυβαντικών των κορυβαντικών
    αιτιατική τους κορυβαντικούς τις κορυβαντικές τα κορυβαντικά
     κλητική κορυβαντικοί κορυβαντικές κορυβαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορυβαντικός < ελληνιστική κοινή κορυβαντικός < αρχαία ελληνική Κορύβας

  Επίθετο

επεξεργασία

κορυβαντικός

  1. που έχει σχέση με τον Κορύβαντα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (αρχαιοπρεπές) (μεταφορικά) ενθουσιώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία