Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Κορῠβαντ-
ονομαστική Κορύβᾱς οἱ Κορύβᾰντες
      γενική τοῦ Κορύβᾰντος τῶν Κορυβᾰ́ντων
      δοτική τῷ Κορύβᾰντ τοῖς Κορύβᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Κορύβᾰντ τοὺς Κορύβᾰντᾰς
     κλητική ! Κορύβᾰν Κορύβᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κορύβᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  Κορυβᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορύβας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορύβας ([ῠ) αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) γιος της Κυβέλης
  3. → δείτε τον πληθυντικό Κορύβαντες: ιερείς της Κυβέλης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία