Κορύβαντες
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|
Κορῠβαντ- (Κορύβας) | |||
ονομαστική | οἱ | Κορύβᾰντες | |
γενική | τῶν | Κορυβᾰ́ντων | |
δοτική | τοῖς | Κορύβᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | Κορύβᾰντᾰς | |
κλητική ὦ! | Κορύβᾰντες | ||
δυϊκός | |||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κορύβᾰντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | Κορυβᾰ́ντοιν | |
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «γίγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Κορύβας
- (περιληπτικό) ιερείς της Κυβέλης