Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοροϊδίστικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοροϊδίστικ
ος
η
κοροϊδίστικ
η
το
κοροϊδίστικ
ο
γενική
του
κοροϊδίστικ
ου
της
κοροϊδίστικ
ης
του
κοροϊδίστικ
ου
αιτιατική
τον
κοροϊδίστικ
ο
την
κοροϊδίστικ
η
το
κοροϊδίστικ
ο
κλητική
κοροϊδίστικ
ε
κοροϊδίστικ
η
κοροϊδίστικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοροϊδίστικ
οι
οι
κοροϊδίστικ
ες
τα
κοροϊδίστικ
α
γενική
των
κοροϊδίστικ
ων
των
κοροϊδίστικ
ων
των
κοροϊδίστικ
ων
αιτιατική
τους
κοροϊδίστικ
ους
τις
κοροϊδίστικ
ες
τα
κοροϊδίστικ
α
κλητική
κοροϊδίστικ
οι
κοροϊδίστικ
ες
κοροϊδίστικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοροϊδίστικος
<
κορόιδο
+
-ίστικος
Επίθετο
επεξεργασία
κοροϊδίστικος, -η, -ο
που οφείλεται σε
κοροϊδία
ή συμβαίνει
εξαιτίας
της
Συγγενικά
επεξεργασία
κοροϊδίστικα
→
δείτε
τη λέξη
κορόιδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοροϊδίστικος