Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντρολαρισμένος η κοντρολαρισμένη το κοντρολαρισμένο
      γενική του κοντρολαρισμένου της κοντρολαρισμένης του κοντρολαρισμένου
    αιτιατική τον κοντρολαρισμένο την κοντρολαρισμένη το κοντρολαρισμένο
     κλητική κοντρολαρισμένε κοντρολαρισμένη κοντρολαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντρολαρισμένοι οι κοντρολαρισμένες τα κοντρολαρισμένα
      γενική των κοντρολαρισμένων των κοντρολαρισμένων των κοντρολαρισμένων
    αιτιατική τους κοντρολαρισμένους τις κοντρολαρισμένες τα κοντρολαρισμένα
     κλητική κοντρολαρισμένοι κοντρολαρισμένες κοντρολαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κοντρολαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία