Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντρολαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντρολαρισμέν
ος
η
κοντρολαρισμέν
η
το
κοντρολαρισμέν
ο
γενική
του
κοντρολαρισμέν
ου
της
κοντρολαρισμέν
ης
του
κοντρολαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
κοντρολαρισμέν
ο
την
κοντρολαρισμέν
η
το
κοντρολαρισμέν
ο
κλητική
κοντρολαρισμέν
ε
κοντρολαρισμέν
η
κοντρολαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντρολαρισμέν
οι
οι
κοντρολαρισμέν
ες
τα
κοντρολαρισμέν
α
γενική
των
κοντρολαρισμέν
ων
των
κοντρολαρισμέν
ων
των
κοντρολαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
κοντρολαρισμέν
ους
τις
κοντρολαρισμέν
ες
τα
κοντρολαρισμέν
α
κλητική
κοντρολαρισμέν
οι
κοντρολαρισμέν
ες
κοντρολαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κοντρολαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κοντρολάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντρολαρισμένος