κονσερβολιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονσερβολιά | οι | κονσερβολιές |
γενική | της | κονσερβολιάς | των | κονσερβολιών |
αιτιατική | την | κονσερβολιά | τις | κονσερβολιές |
κλητική | κονσερβολιά | κονσερβολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακονσερβολιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονσερβολιά
|