κολχικίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολχικίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: colchicine < colchicum + -ine < λατινική colchicum < ελληνιστική κοινή κολχικόν < αρχαία ελληνική Κολχίς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kol.çiˈci.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐χι‐κί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολχικίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φάρμακο (χημικός τύπος C₂₂H₂₅NO₆) που εξήχθη αρχικά από το φυτό φθινοπωρινός κρόκος (Colchicum autumnale), και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας και της νόσου Αδαμαντιάδη-Μπεχτσέτ
Συνώνυμα επεξεργασία
- ακετυλτριμεθυλοκολχικινικό οξύ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κολχίδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κολχικίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολχικίνη