Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολχικίνη οι κολχικίνες
      γενική της κολχικίνης των κολχικινών
    αιτιατική την κολχικίνη τις κολχικίνες
     κλητική κολχικίνη κολχικίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η χημική δομή της κολχικίνης
 
φθινοπωρινός κρόκος (Colchicum autumnale)

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολχικίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: colchicine < colchicum +‎ -ine < λατινική colchicum < ελληνιστική κοινή κολχικόν < αρχαία ελληνική Κολχίς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kol.çiˈci.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολ‐χι‐κί‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολχικίνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • α­κε­τυλ­τρι­με­θυ­λο­κολ­χι­κι­νι­κό ο­ξύ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία