• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κολποκήλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολποκήλη οι κολποκήλες
      γενική της κολποκήλης —
    αιτιατική την κολποκήλη τις κολποκήλες
     κλητική κολποκήλη κολποκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κολποκήλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική colpocèle < αρχαία ελληνική κόλπος + κήλη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολποκήλη θηλυκό

  • (ιατρική) κολπική κήλη ή πρόπτωση του κόλπου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις κόλπος και κήλη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κολποκήλη
  • αγγλικά : colpocele (en)
  • γαλλικά : colpocèle (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κολποκήλη&oldid=5484133"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 07:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 07:28.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας