κολποκήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολποκήλη | οι | κολποκήλες |
γενική | της | κολποκήλης | — | |
αιτιατική | την | κολποκήλη | τις | κολποκήλες |
κλητική | κολποκήλη | κολποκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολποκήλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική colpocèle < αρχαία ελληνική κόλπος + κήλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολποκήλη θηλυκό