↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπίτιδα οι κολπίτιδες
      γενική της κολπίτιδας των κολπίτιδων
    αιτιατική την κολπίτιδα τις κολπίτιδες
     κλητική κολπίτιδα κολπίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολπίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κολπῖτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική colpitis < αρχαία ελληνική κόλπος + -ῖτις από την αιτιατική κολπίτιδα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kolˈpi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολ‐πί‐τι‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολπίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική): φλεγμονή του βλεννογόνου του κόλπου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία