κολπῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κολπῖτις | αἱ | κολπίτιδες | ||||
γενική | τῆς | κολπίτιδος | τῶν | κολπιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | κολπίτιδι | ταῖς | κολπίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κολπῖτιν | τὰς | κολπίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | κολπῖτι | κολπίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακολπῖτις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η κολπίτιδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 556, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου