κολοβακτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολοβακτήριο < κόλον + -ο- + βακτήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική colibacillus[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολοβακτήριο ουδέτερο
- (βιολογία) άλλη μορφή του κολοβακτηρίδιο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Coliform bacteria στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολοβακτήριο
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)