↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολοβακτήριο τα κολοβακτήρια
      γενική του κολοβακτηρίου
κολοβακτήριου
των κολοβακτηρίων
    αιτιατική το κολοβακτήριο τα κολοβακτήρια
     κλητική κολοβακτήριο κολοβακτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κολοβακτήριο Escherichia coli

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολοβακτήριο < κόλον + -ο- + βακτήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική colibacillus[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολοβακτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)