κοκαλένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοκαλένιος | η | κοκαλένια | το | κοκαλένιο |
γενική | του | κοκαλένιου | της | κοκαλένιας | του | κοκαλένιου |
αιτιατική | τον | κοκαλένιο | την | κοκαλένια | το | κοκαλένιο |
κλητική | κοκαλένιε | κοκαλένια | κοκαλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοκαλένιοι | οι | κοκαλένιες | τα | κοκαλένια |
γενική | των | κοκαλένιων | των | κοκαλένιων | των | κοκαλένιων |
αιτιατική | τους | κοκαλένιους | τις | κοκαλένιες | τα | κοκαλένια |
κλητική | κοκαλένιοι | κοκαλένιες | κοκαλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοκαλένιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κοκαλένιος
- φτιαγμένος από κόκαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκαλένιος
|