↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνιοβιολογικός η κοινωνιοβιολογική το κοινωνιοβιολογικό
      γενική του κοινωνιοβιολογικού της κοινωνιοβιολογικής του κοινωνιοβιολογικού
    αιτιατική τον κοινωνιοβιολογικό την κοινωνιοβιολογική το κοινωνιοβιολογικό
     κλητική κοινωνιοβιολογικέ κοινωνιοβιολογική κοινωνιοβιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνιοβιολογικοί οι κοινωνιοβιολογικές τα κοινωνιοβιολογικά
      γενική των κοινωνιοβιολογικών των κοινωνιοβιολογικών των κοινωνιοβιολογικών
    αιτιατική τους κοινωνιοβιολογικούς τις κοινωνιοβιολογικές τα κοινωνιοβιολογικά
     κλητική κοινωνιοβιολογικοί κοινωνιοβιολογικές κοινωνιοβιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινωνιοβιολογικός < κοινωνιοβιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κοινωνιοβιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία