κοιλιοκήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλιοκήλη | οι | κοιλιοκήλες |
γενική | της | κοιλιοκήλης | — | |
αιτιατική | την | κοιλιοκήλη | τις | κοιλιοκήλες |
κλητική | κοιλιοκήλη | κοιλιοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλιοκήλη < κοιλιά + -ο- + κήλη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hernie abdominale[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλιοκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κοιλιοκήλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας