κνῖσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κνῖσᾰ | αἱ | κνῖσαι |
γενική | τῆς | κνίσης | τῶν | κνισῶν |
δοτική | τῇ | κνίσῃ | ταῖς | κνίσαις |
αιτιατική | τὴν | κνῖσᾰν | τὰς | κνίσᾱς |
κλητική ὦ! | κνῖσᾰ | κνῖσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κνίσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κνίσαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κνῖσα < *κνῑδ-σᾱ < θέμα *kn-id- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [1] [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακνῖσα θηλυκό
- τσίκνα, η οσμή από το ψήσιμο του κρέατος
- ≠ αντώνυμα: λιγνύς
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 1517-1518
- οὐδὲ κνῖσα μηρίων ἄπο | ἀνῆλθεν ὡς ἡμᾶς ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου,
- κνίσα ψητού δεν | ήρθε πια εκεί πάνω καμιά σ᾽ εμάς,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- οὐδὲ κνῖσα μηρίων ἄπο | ἀνῆλθεν ὡς ἡμᾶς ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου,
- το λίπος, με το οποίο τυλιγόταν το κρέας, που προσφερόταν για θυσία και το οποίο προκαλούσε την τσίκνα
- (μεταφορικά) καπνός (της φήμης)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος & ιωνικός τύπος : κνίση
- κνίσα, κνίσσα, κνίσση: είναι λανθασμένες μορφές του κνῖσα
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις κνισσάω και κνίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κνίσα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κνῖσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνῖσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.