λιγνύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λιγνύς | αἱ | λιγνύες |
γενική | τῆς | λιγνύος | τῶν | λιγνύων |
δοτική | τῇ | λιγνύῐ̈ | ταῖς | λιγνύσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λιγνύν | τὰς | λιγνῦς |
κλητική ὦ! | λιγνύ | λιγνύες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιγνύε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λιγνύοιν | ||
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγνύς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιγνύς ,-ύος θηλυκό
- πυκνός καπνός με φλόγες, ζοφερή φωτιά
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 494 (493-494)
- Τυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμα | λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν·
- έναν Τυφώνα, που απ᾽ το φλογοβόλο στόμα | βγάζει στριφνό καπνό, της φωτιάς μαύρο αδέρφι·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Τυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμα | λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν·
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 319-320
- λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν, ὦ γυναῖκες, | ὥσπερ πυρὸς καομένου· σπευστέον ἐστὶ θᾶττον.
- Ντουμάνι βλέπω και καπνό. Μου φαίνεται, κυράδες, | πως έχει ανάψει εδώ κοντά πολλή φωτιά. Βιαστείτε!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν, ὦ γυναῖκες, | ὥσπερ πυρὸς καομένου· σπευστέον ἐστὶ θᾶττον.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 494 (493-494)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λιγνύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιγνύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.