Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κνισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κνισμέν
ος
η
κνισμέν
η
το
κνισμέν
ο
γενική
του
κνισμέν
ου
της
κνισμέν
ης
του
κνισμέν
ου
αιτιατική
τον
κνισμέν
ο
την
κνισμέν
η
το
κνισμέν
ο
κλητική
κνισμέν
ε
κνισμέν
η
κνισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κνισμέν
οι
οι
κνισμέν
ες
τα
κνισμέν
α
γενική
των
κνισμέν
ων
των
κνισμέν
ων
των
κνισμέν
ων
αιτιατική
τους
κνισμέν
ους
τις
κνισμέν
ες
τα
κνισμέν
α
κλητική
κνισμέν
οι
κνισμέν
ες
κνισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κνισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κνισμένος