Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωστρίδιο τα κλωστρίδια
      γενική του κλωστρίδιου των κλωστρίδιων
    αιτιατική το κλωστρίδιο τα κλωστρίδια
     κλητική κλωστρίδιο κλωστρίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωστρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική clostridium < αρχαία ελληνική κλωστήρ (< αρχαία ελληνική κλώθω) + νεολατινική -idium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλωστρίδιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία