Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλωσσημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Συγγενικά
1.1.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλωσσημέν
ος
η
κλωσσημέν
η
το
κλωσσημέν
ο
γενική
του
κλωσσημέν
ου
της
κλωσσημέν
ης
του
κλωσσημέν
ου
αιτιατική
τον
κλωσσημέν
ο
την
κλωσσημέν
η
το
κλωσσημέν
ο
κλητική
κλωσσημέν
ε
κλωσσημέν
η
κλωσσημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλωσσημέν
οι
οι
κλωσσημέν
ες
τα
κλωσσημέν
α
γενική
των
κλωσσημέν
ων
των
κλωσσημέν
ων
των
κλωσσημέν
ων
αιτιατική
τους
κλωσσημέν
ους
τις
κλωσσημέν
ες
τα
κλωσσημέν
α
κλητική
κλωσσημέν
οι
κλωσσημέν
ες
κλωσσημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλωσσημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλωσσώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κλωσημένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακλώσσητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κλωσώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλωσσημένος
→
δείτε
τη λέξη
κλωσημένος