κλωσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κλώθω
Μετοχή επεξεργασία
κλωσμένος, -η, -ο
- Αυτός που αποτελεί αποτέλεσμα της διαδικασίας της μετατροπής, χρησιμοποιώντας ρόκα, των ινών του βαμβακιού, μαλλιού ή λιναριού σε νήμα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλωσμένος
|