Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλωνοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλωνοποιημέν
ος
η
κλωνοποιημέν
η
το
κλωνοποιημέν
ο
γενική
του
κλωνοποιημέν
ου
της
κλωνοποιημέν
ης
του
κλωνοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κλωνοποιημέν
ο
την
κλωνοποιημέν
η
το
κλωνοποιημέν
ο
κλητική
κλωνοποιημέν
ε
κλωνοποιημέν
η
κλωνοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλωνοποιημέν
οι
οι
κλωνοποιημέν
ες
τα
κλωνοποιημέν
α
γενική
των
κλωνοποιημέν
ων
των
κλωνοποιημέν
ων
των
κλωνοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κλωνοποιημέν
ους
τις
κλωνοποιημέν
ες
τα
κλωνοποιημέν
α
κλητική
κλωνοποιημέν
οι
κλωνοποιημέν
ες
κλωνοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλωνοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κλωνοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλωνοποιημένος