Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλωνοποιημένος η κλωνοποιημένη το κλωνοποιημένο
      γενική του κλωνοποιημένου της κλωνοποιημένης του κλωνοποιημένου
    αιτιατική τον κλωνοποιημένο την κλωνοποιημένη το κλωνοποιημένο
     κλητική κλωνοποιημένε κλωνοποιημένη κλωνοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλωνοποιημένοι οι κλωνοποιημένες τα κλωνοποιημένα
      γενική των κλωνοποιημένων των κλωνοποιημένων των κλωνοποιημένων
    αιτιατική τους κλωνοποιημένους τις κλωνοποιημένες τα κλωνοποιημένα
     κλητική κλωνοποιημένοι κλωνοποιημένες κλωνοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κλωνοποιημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία