Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλονιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλονιζόμεν
ος
η
κλονιζόμεν
η
το
κλονιζόμεν
ο
γενική
του
κλονιζόμεν
ου
της
κλονιζόμεν
ης
του
κλονιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
κλονιζόμεν
ο
την
κλονιζόμεν
η
το
κλονιζόμεν
ο
κλητική
κλονιζόμεν
ε
κλονιζόμεν
η
κλονιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλονιζόμεν
οι
οι
κλονιζόμεν
ες
τα
κλονιζόμεν
α
γενική
των
κλονιζόμεν
ων
των
κλονιζόμεν
ων
των
κλονιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
κλονιζόμεν
ους
τις
κλονιζόμεν
ες
τα
κλονιζόμεν
α
κλητική
κλονιζόμεν
οι
κλονιζόμεν
ες
κλονιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλονιζόμενος
<
κλονίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
κλονιζόμενος, -η, -ο
που
κλονίζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλονιζόμενος
γαλλικά
:
chancelant
(fr)