chancelant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chancelant < chanceler
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chancelant | chancelants |
θηλυκό | chancelante | chancelantes |
chancelant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chancelant | chancelants |
θηλυκό | chancelante | chancelantes |
chancelant (fr)