Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλοάκη οι κλοάκες
      γενική της κλοάκης των κλοακών
    αιτιατική την κλοάκη τις κλοάκες
     κλητική κλοάκη κλοάκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλοάκη < λατινική cloaca < cluo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλοάκη θηλυκό

  • (ζωολογία) η κοινή έξοδος για το πεπτικό,το ουροποιητικό και το αναπαραγωγικό σύστημα στα αμφίβια, ερπετά και πτηνά
    Αντιθέτως οι κόκορες διαθέτουν μια πολύ μικρή φαλλική προεξοχή και εξασφαλίζουν τη διαιώνιση του είδους τους μέσω της αμάραςκλοάκης), της κοινής εξόδου του πεπτικού, του ουροποιητικού και του αναπαραγωγικού συστήματός τους, την οποία διαθέτουν και οι κότες: το σπέρμα περνάει στο θηλυκό όταν οι δυο παρτενέρ ενώνουν τα εν λόγω σημεία στο λεγόμενο «φιλί της κλοάκης». (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία