↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλεφτοκοτάς οι κλεφτοκοτάδες
      γενική του κλεφτοκοτά των κλεφτοκοτάδων
    αιτιατική τον κλεφτοκοτά τους κλεφτοκοτάδες
     κλητική κλεφτοκοτά κλεφτοκοτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλεφτοκοτάς < κλεφτο- + κότ(α) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kle.fto.koˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλε‐φτο‐κο‐τάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλεφτοκοτάς αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που κλέβει κότες
  2. (μεταφορικά) αυτός που κλέβει μικρά και ασήμαντα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία