voleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- voleur < voler
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voleur | voleurs |
θηλυκό | voleuse | voleuses |
voleur (fr)
- o κλέφτης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voleur | voleurs |
θηλυκό | voleuse | voleuses |
voleur (fr)