braqueur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | braqueur | braqueurs |
θηλυκό | braqueuse | braqueuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbraqueur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη braquer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | braqueur | braqueurs |
θηλυκό | braqueuse | braqueuses |
braqueur (fr)