cambrioleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cambrioleur < → δείτε τις λέξεις cambrioler και -eur
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɑ̃.bʁi.jɔ.lœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cambrioleur | cambrioleurs |
θηλυκό | cambrioleuse | cambrioleuses |
cambrioleur (fr)