chapardeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chapardeur | chapardeurs |
θηλυκό | chapardeuse | chapardeuses |
chapardeur (fr)
- που πράττει μικροκλοπές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | [[{{{1}}}eur]] | [[{{{1}}}eurs]] |
θηλυκό | [[{{{1}}}euse]] | [[{{{1}}}euses]] |
chapardeur (fr)
- το κλεφταράκι, ο κλεφταράκος