Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μικροκλοπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μικροκλοπ
ή
οι
μικροκλοπ
ές
γενική
της
μικροκλοπ
ής
των
μικροκλοπ
ών
αιτιατική
τη
μικροκλοπ
ή
τις
μικροκλοπ
ές
κλητική
μικροκλοπ
ή
μικροκλοπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μικροκλοπή
<
μικρο-
+
κλοπή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μικροκλοπή
θηλυκό
κλοπή
αντικειμένων
μικρής
αξίας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μικροκλεψιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικροκλοπή
αγγλικά
:
petty theft
(en)