pilleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pilleur | pilleurs |
θηλυκό | pilleuse | pilleuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpilleur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη piller
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pilleur | pilleurs |
θηλυκό | pilleuse | pilleuses |
pilleur (fr)